- τερτιοκήριος
- ὁ, Μ(στο Βυζ.) εκκλησιαστικό αξίωμα αντίστοιχο με το αξίωμα τού πριμικηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tertiocerius < tertius «τρίτος» + cera «σφραγίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερτιοκήριος — tertiocerius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)